- σκουπιδοτενεκές
- οτενεκές στον οποίο βάζουν τα σκουπίδια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκουπιδοτενεκές — ο, Ν ειδικό δοχείο στο οποίο εναποτίθενται τα σκουπίδια τού σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουπίδι + τενεκές] … Dictionary of Greek